- χωλοκράββατον
- χωλοκράββατονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χωλοκράββατον — τὸ, Α το χωλοκραβ (β)άτιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + κράββατος «κρεβάτι»] … Dictionary of Greek
χωλοκραβ(β)άτιον — τὸ, Α [χωλοκράββατον] φορείο για τη μεταφορά ανθρώπου που δεν μπορεί να περπατήσει … Dictionary of Greek